αλμυρό

αλμυρό
salzig

Griechisch-Deutsch-Wörterbuch. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • αλμυρός — I Κωμόπολη (υψόμ. 60 μ., 7.566 κάτ.) στην πρώην επαρχία Αλμυρού του νομού Μαγνησίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αλμυρού. Ο σημερινός Α., που ιδρύθηκε τον 13ο αι., είναι ομώνυμος του παλαιότερου οικισμού που είχε δημιουργηθεί τον 9ο αι. μ.Χ.,… …   Dictionary of Greek

  • αλάτι — Όρος με τον οποίο στην καθομιλουμένη υποδηλώνεται το χλωριούχο νάτριο (NaCl), που χρησιμοποιείται ευρύτατα στη μαγειρική. Στη φύση υπάρχει στο θαλασσινό νερό (από το οποίο εξάγεται με εξάτμιση στις αλυκές) και σε γεωλογικά κοιτάσματα (ορυκτό… …   Dictionary of Greek

  • αλίς — Μυθολογικό πρόσωπο. Δούλη της Κίρκης, έμπειρη στη μαγεία. Εγκατέλειψε την κυρία της και κατέφυγε σε έναν πύργο της Τυρρηνίας Αλός. Κατά μία εκδοχή την επισκέφθηκε εκεί, γέρος πια, ο Οδυσσέας. Η Α. τον μεταμόρφωσε τότε σε άλογο και με τη μορφή… …   Dictionary of Greek

  • αλμυρίζω — (Α ἁλμυρίζω Ν και αρμυρίζω) [ἁλμυρός] έχω αλμυρή γεύση, είμαι αλμυρός νεοελλ. Ι ενεργ. 1. γίνομαι αλμυρός 3. γεύομαι κάτι για πρώτη φορά 4. κάνω κάτι αλμυρό 5. κάνω κάποιον να γευτεί κάτι αλμυρό 6. ποτίζω τα ζώα με θαλασσινό νερό ή τά ταΐζω με… …   Dictionary of Greek

  • αλμυρίς — ἁλμυρίς ( ίδος), η (Α) 1. καθετί αλμυρό (χυμός, νερό κ.λπ.) 2. αλμυρό έδαφος, αλμυρή γη 3. αλμυρότητα, αρμυράδα 4. είδος αγριολάχανου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλμυρός. ΠΑΡ. ἁλμυρίδιον] …   Dictionary of Greek

  • θάλασσα — Το σύνολο του όγκου του αλμυρού νερού που καλύπτει τις κοιλότητες της γήινης επιφάνειας και επιτρέπει να προβάλλουν η ηπειρωτική ξηρά και τα νησιά. Με την περιορισμένη έννοια, ο όρος υποδηλώνει ένα οποιοδήποτε, πολύ ή λίγο, ευρύ τμήμα του ίδιου… …   Dictionary of Greek

  • Μαγνησίας, νομός — Διοικητική διαίρεση (2.636 τ. χλμ., 206.995 κάτ.) της περιφέρειας Θεσσαλίας, που ωστόσο δεν συμπίπτει εντελώς με τα όρια της περιοχής της αρχαίας Μαγνησίας. Ο σημερινός ν.Μ. συνορεύει στα Β και στα Δ με τον νομό Λαρίσης, στα Ν με τον νομό… …   Dictionary of Greek

  • Πήλιο — I Βουνό της ανατολικής Θεσσαλίας, που αρχίζει από το ακρωτήριο Δερματά και με νοτιοανατολική διεύθυνση απολήγει στο ακρωτήριο Τραχήλι, στον Παγασητικό κόλπο, σχηματίζοντας τη χερσόνησο της Μαγνησίας. Ψηλότερη κορυφή του είναι το Πλιασίδι (1.551 μ …   Dictionary of Greek

  • αλμυρός — αλμυρός, ή, ό και αρμυρός, ή, ό 1. αυτός που έχει πολύ αλάτι: Το φαγητό είναι πολύ αλμυρό. 2. μτφ., ακριβός, δαπανηρός: Έχει καλά πράγματα, αλλά οι τιμές του είναι αλμυρές. 3. το ουδ. ως ουσ., το αλμυρό το αλίπαστο: Έφαγα αλμυρά και δε χορταίνω… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Autobahn 7 (Griechenland) — Vorlage:Infobox hochrangige Straße/Wartung/GR A Αυτοκινητόδρομος A7 in Griechenland …   Deutsch Wikipedia

  • GR-A7 — Autobahn 7 (Aftokinitodromos 7) Länge: 150 km …   Deutsch Wikipedia

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”